- παιστικός
- παιστικός, -ή, -όν (Α) [παίστης]αστείος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιστικόν — παιστικός facetious masc acc sg παιστικός facetious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπαιστικός — ἐπιπαιστικός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται ή τίθεται ως παιδιά, ως παιγνίδι («γρῑφος πρόβλημα ἐπιπαιστικόν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παιστικός (< παίστης < παις)] … Dictionary of Greek